μαρμαρωσσός

μαρμαρωσσός
μαρμᾰρ-ωσσός, ή, όν,
A afflicted with

μάρμαρον 11

, ib.53.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαρμαρωσσός — μαρμαρωσσός, ή, όν (Μ) αυτός που έχει προσβληθεί ή πάσχει από τη νόσο μάρμαρο*, την πληγή που εμφανίζεται στα πόδια τών όνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μαρμαρώσσω] …   Dictionary of Greek

  • μαρμαρωσσός — afflicted with masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρμαρωσσούς — μαρμαρωσσός afflicted with masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”